χρυσαμοιβός

χρυσαμοιβός
-όν, Α
1. αυτός που ανταλλάσσει χρυσά νομίσματα
2. μτφ. (για τον Αρη) αυτός που λυτρώνει τα σώματα τών νεκρών ή τών αιχμαλώτων με το ξίφος του ή, κατ' άλλους, αυτός που αποδίδει τους νεκρούς έναντι χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + ἀμοιβός (< ἀμείβω), πρβλ. ἀργυρ-αμοιβός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χρυσαμοιβός — χρῡσαμοιβός , χρυσαμοιβός he who traffics in masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμοιβός — ἀμοιβός, ο (Α) 1. αυτός που εναλλάσσεται, που παίρνει τη θέση άλλου, που διαδέχεται κάποιον 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἀμοιβοί οι στρατιώτες που αντικαθιστούν άλλους 3. (ως επιθ.) α) αυτός που γίνεται ή δίνεται σε ανταπόδοση, σε ανταλλαγή β)… …   Dictionary of Greek

  • χρυσαμοιβοῦ — χρῡσαμοιβοῦ , χρυσαμοιβός he who traffics in masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”