- χρυσαμοιβός
- -όν, Α1. αυτός που ανταλλάσσει χρυσά νομίσματα2. μτφ. (για τον Αρη) αυτός που λυτρώνει τα σώματα τών νεκρών ή τών αιχμαλώτων με το ξίφος του ή, κατ' άλλους, αυτός που αποδίδει τους νεκρούς έναντι χρυσού.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + ἀμοιβός (< ἀμείβω), πρβλ. ἀργυρ-αμοιβός].
Dictionary of Greek. 2013.